- απογοητευμένη
- разочарана
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Αθάνιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 191 κάτ.) της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απολλωνίων. Απλώνεται στις δυτικές πλαγιές του βουνού Λευκάτα. Μέχρι το 1998 ήταν έδρα της ομώνυμης κοινότητας, που εκτεινόταν σε όλη την περιοχή του Λευκάτα … Dictionary of Greek
Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… … Dictionary of Greek
Βαρντά, Ανιές — (Agnés Varda, Βρυξέλλες 1928 –). Γαλλίδα σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ελληνικής καταγωγής. Θεωρείται η γιαγιά του νέου κύματος στον γαλλικό κινηματογράφο. Η Β. σπούδασε φωτογραφία και εικαστικές τέχνες. Η πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους, La… … Dictionary of Greek
Κοβαλέφσκαγια, Σοφία Βασιλίεβνα — (Sofya Vasilievna Kovalevskaya, Μόσχα 1850 – Στοκχόλμη 1891). Ρωσίδα μαθηματικός, συγγραφέας και δημοσιολόγος. Σε πολύ νεαρή ηλικία, έδειξε την κλίση της στα μαθηματικά, έχοντας πάντα την υποστήριξη του δασκάλου της, του καθηγητή A.N.… … Dictionary of Greek
Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 … Dictionary of Greek
Μαυρογένους, Μαντώ — (Τεργέστη 1796/7 – Πάρος 1840). Αγωνίστρια του 1821. Όταν ξέσπασε η επανάσταση έσπευσε στη Μύκονο, στην ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας της, και ξεσήκωσε τους κατοίκους του νησιού κατά των Τούρκων. Εξόπλισε πλοία με δικά της έξοδα και καταδίωξε… … Dictionary of Greek